- δερμέστης
- οβλ. δερμηστής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δερμηστής — (dermistes).Κολεόπτερο έντομο που ανήκει στην οικογένεια των δερμηστιδών, η οποία αριθμεί 50 είδη. Ο δ. θεωρείται βλαβερό ζώο, γιατί καταστρέφει δέρματα, γουναρικά κλπ. Ο δ. ο λαρδόφιλος έχει μήκος 7 8 χιλιοστά και τρέφεται κυρίως με πτώματα και… … Dictionary of Greek